ανεμφάνιστος

ανεμφάνιστος
-η, -ο (-ος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε φωτογραφική πλάκα
2. (Νομ.) όποιος έχει κλητευθεί αλλά δεν έχει εμφανιστεί ενώπιον της δικαστικής αρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εμφανίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεμφάνιστος — η, ο αυτός που δεν εμφανίστηκε (κυρ. για φωτογραφίες): Οι φωτογραφίες που τραβήξαμε είναι ακόμη ανεμφάνιστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεμφανίστους — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμφάνιστοι — ἀνεμφάνιστος without formal notification masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”